φυγανθρωπεύω

φυγανθρωπεύω
Α
αποφεύγω τους ανθρώπους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φυγ- τού αορ. -φυγ-ον τού ρ. φεύγω* + -ανθρωπεύω, μέσω ενός αμάρτυρου *φυγάνθρωπος (πρβλ. φιλ-ανθρωπεύω)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • φυγανθρωπεύουσι — φυγανθρωπεύω shun mankind pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) φυγανθρωπεύω shun mankind pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φυγανθρωπώ — έω, Α φυγανθρωπεύω*. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού ρ. φυγανθρωπεύω κατά τα συνηρημένα σε ῶ / έώ] …   Dictionary of Greek

  • φεύγω — ΝΜΑ, και φεόγω Α 1. τρέπομαι σε φυγή, απομακρύνομαι γρήγορα κυρίως από φόβο ή επειδή μέ καταδιώκουν (α. «μόλις τόν είδε με το πιστόλι έφυγε» β. «βῆ φεύγων ἐπὶ πόντου», Ομ. Ιλ.) 2. αναχωρώ (α. «έφυγαν για ταξίδι τού μέλιτος» β. «Κῡρος μὲν τέθνηκεν …   Dictionary of Greek

  • φυγανθρωπία — ἡ, Α [φυγανθρωπεύω] το να αποφεύγει κανείς τους ανθρώπους …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”